- τριχιός
- ο, Νο τριχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τριχίας (πρβλ. ξιφίας: ξιφιός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατρίχιος — κατατρίχιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λεπτός σαν τρίχα, πολύ λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρίχιος (< θρύξ, τριχός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.] … Dictionary of Greek
σαρδινέλα — η, Ν ζωολ. γένος ρεγγόμορφων ψαριών που απαντούν στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία τριχιός ή φρίσσα … Dictionary of Greek
τριχίς — ίδος, ἡ, Α 1. είδος σαρδέλας με μικρά και λεπτά αγκάθια όμοια με τρίχες, κν. γνωστό σήμερα ως τριχιός ή φρίσσα 2. παροιμ. φρ. (στον Αριστοφ.) «τριχίδας ὠψώνησ ἅπαξ» δηλώνει τον υπερβολικά φειδωλό, τον σπαγκοραμμένο, τον τσιγκούναρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek